- Ἁλίου
- Ἅλιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁλίου — ἁ̱λίου , ἅλιος 1 of the sea masc/neut gen sg ἁ̱λίου , ἅλιος 1 of the sea masc/fem/neut gen sg ἅλιος 2 fruitless masc/neut gen sg ἁ̱λίου , ἥλιος sun masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… … Dictionary of Greek
ἐνυαλίου — ἐνῡαλίου , Ἐνυάλιος the Warlike masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)